- πυστιῶνται
- πυστιάομαιinquirepres subj mp 3rd pl (attic epic ionic)πυστιάομαιinquirepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυστιώμαι — άομαι, Α [πύστις] ζητώ να μάθω, ζητώ πληροφορίες («ἐν ᾧ πυστιῶνται καὶ πυνθάνονται τοῡ θεοῡ», Πλούτ.) … Dictionary of Greek